- ερέχθω
- ἐρέχθω (Α)1. σχίζω, διασχίζω, διαρρηγνύω, σπάζω2. σπαράζω, κατασπαράζω («δάκρυσι και στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων» — αυτός που σπαράζει από δάκρυα και στεναγμούς και πόνους, Ομ. Οδ.)3. παθ. ἐρέχθομαιφέρομαι εδώ κι εκεί, κτυπιέμαι απ’ τους ανέμους, με δέρνουν οι άνεμοι («ναῡς ἐρεχθομένη ἀνέμοισι» — πλοίο καραβοτσακισμένο, Ομ. Ιλ.)4. φρ. «ὀδύνησιν ἐρεχθομένη» — βασανιζόμενη από πόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. Απαντά μόνο στον ενεστώτα και είναι άγνωστης ετυμολ. Η συσχέτιση, που έγινε από παλαιότερους, με αρχ. ινδ. raksas, αβεστ. rašah «καταστροφή» εγείρει αμφιβολίες λόγω τής απουσίας σημασιολογικής συγγένειας τών τύπων].
Dictionary of Greek. 2013.